χρησμολογία

χρησμολογία

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "χρησμολογία" в других словарях:

  • χρησμολογία — χρησμολογίᾱ , χρησμολογία an uttering of oracles fem nom/voc/acc dual χρησμολογίᾱ , χρησμολογία an uttering of oracles fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησμολογίᾳ — χρησμολογίαι , χρησμολογία an uttering of oracles fem nom/voc pl χρησμολογίᾱͅ , χρησμολογία an uttering of oracles fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησμολογία — η, ΝΑ [χρησμολόγος] χρησμοδοσία νεοελλ. 1. ενασχόληση με την ερμηνεία τών χρησμών 2. διατύπωση ακατανόητων λόγων …   Dictionary of Greek

  • χρησμολογία — η 1. προφητεία, το να προμαντεύει κανείς τα μέλλοντα. 2. η ασχολία με την ερμηνεία των χρησμών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρησμολογίας — χρησμολογίᾱς , χρησμολογία an uttering of oracles fem acc pl χρησμολογίᾱς , χρησμολογία an uttering of oracles fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησμολογίαν — χρησμολογίᾱν , χρησμολογία an uttering of oracles fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησμολογίαις — χρησμολογία an uttering of oracles fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρησμολογικός — ή, ό, Ν [χρησμολογία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρησμολογία και στον χρησμολόγο 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. χρησμολογική …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • χρησμολόγημα — ήματος, τὸ, Μ [χρησμολογῶ] χρησμολογία, χρησμοδοσία …   Dictionary of Greek

  • Κοσμάς ο Αιτωλός — (Μεγάλο Δένδρο Αιτωλίας 1714 – Καλικόντασι Βορείου Ηπείρου 1779). Λαϊκός ιεροκήρυκας και νεομάρτυρας. Έλαβε μέτρια μόρφωση σε σχολεία της επαρχίας του και διορίστηκε δάσκαλος στη Λομποτινά της Ναυπακτίας. Αργότερα μετέβη στο Άγιον Όρος, μόνασε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»