χρησμολογία
Смотреть что такое "χρησμολογία" в других словарях:
χρησμολογία — χρησμολογίᾱ , χρησμολογία an uttering of oracles fem nom/voc/acc dual χρησμολογίᾱ , χρησμολογία an uttering of oracles fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολογίᾳ — χρησμολογίαι , χρησμολογία an uttering of oracles fem nom/voc pl χρησμολογίᾱͅ , χρησμολογία an uttering of oracles fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολογία — η, ΝΑ [χρησμολόγος] χρησμοδοσία νεοελλ. 1. ενασχόληση με την ερμηνεία τών χρησμών 2. διατύπωση ακατανόητων λόγων … Dictionary of Greek
χρησμολογία — η 1. προφητεία, το να προμαντεύει κανείς τα μέλλοντα. 2. η ασχολία με την ερμηνεία των χρησμών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρησμολογίας — χρησμολογίᾱς , χρησμολογία an uttering of oracles fem acc pl χρησμολογίᾱς , χρησμολογία an uttering of oracles fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολογίαν — χρησμολογίᾱν , χρησμολογία an uttering of oracles fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολογίαις — χρησμολογία an uttering of oracles fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολογικός — ή, ό, Ν [χρησμολογία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρησμολογία και στον χρησμολόγο 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. χρησμολογική … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
χρησμολόγημα — ήματος, τὸ, Μ [χρησμολογῶ] χρησμολογία, χρησμοδοσία … Dictionary of Greek
Κοσμάς ο Αιτωλός — (Μεγάλο Δένδρο Αιτωλίας 1714 – Καλικόντασι Βορείου Ηπείρου 1779). Λαϊκός ιεροκήρυκας και νεομάρτυρας. Έλαβε μέτρια μόρφωση σε σχολεία της επαρχίας του και διορίστηκε δάσκαλος στη Λομποτινά της Ναυπακτίας. Αργότερα μετέβη στο Άγιον Όρος, μόνασε… … Dictionary of Greek